Τετάρτη 7 Μαρτίου 2012

Tango Viejo






Μια ιστορία απ’ τα παλιά 


Το Μπουένος Άιρες ήταν γεμάτο από μετανάστες που διακατέχονταν από μια μελαγχολία για την πατρίδα που άφησαν πίσω τους. Το τάνγκο έδωσε σε όλους μια νέα, κοινή ταυτότητα που τη μοιράστηκαν με τους ντόπιους. Τους έδωσε την αίσθηση ότι ανήκουν κάπου, ότι δεν είναι ξένοι. Στην πίστα αγκαλιάζονταν όλοι, ντόπιοι και ξένοι, πλούσιοι και φτωχοί.

Στα τέλη του 19ου αιώνα το Μπουένος Άιρες ήταν μία από τις πιο πλούσιες πόλεις στον κόσμο, μια κοινωνία που βρισκόταν υπό συνεχή μετασχηματισμό. Η σύνθεση διαφορετικών κουλτούρων και πολιτισμών από Ευρώπη, Αφρική και Νότια Αμερική, που είχε ξεκινήσει ήδη από τα μέσα του αιώνα, σε συνδυασμό με τις δυνατότητες που πρόσφερε ένα μεγάλο λιμάνι - συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε ηπείρους, αλλά και ο φυσικός πλούτος της χώρας, είχαν φτιάξει ένα δυναμικό χαρμάνι ευμάρειας και η παλιά αποικιακή πόλη των αρχών του αιώνα με τους στενούς δρόμους μεταµορφωνόταν σε μία μητρόπολη με φαρδιές λεωφόρους και πάρκα. Το εξαγωγικό εμπόριο άνθιζε, η πόλη ευημερούσε και η οικονομική συγκυρία απαιτούσε εργατικό δυναμικό, όχι ιδιαίτερα απλή υπόθεση για μία αχανή και αραιοκατοικημένη χώρα όπως η Αργεντινή. Η λύση βρισκόταν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στην Ευρώπη έφτασαν αγγελίες προσφοράς εργασίας με ιδιαίτερα ελκυστικούς όρους, πρόσφεραν ιθαγένεια, κάλυψη κατοικίας, γενναιόδωρες αμοιβές, δυνατότητα απόκτησης καλλιεργήσιμης γης σε πολύ χαμηλές τιμές. Μια νέα γη της επαγγελίας είχε εμφανιστεί και πολλοί ήταν διατεθειμένοι να πιστέψουν σ’ αυτήν, αναζητώντας μια καλύτερη μοίρα. O αριθμός των μεταναστών από τα μέσα του αιώνα μέχρι και τις παραμονές του Α παγκοσμίου πολέμου αυξήθηκε με γεωμετρική πρόοδο συνθέτοντας το παζλ μιας μεγάλης συνάθροισης ανθρώπων, όπως θα δούµε με όχι και τόσο ευνοϊκούς όρους όσο υπόσχονταν αρχικά. Αυτή ήταν και η απαρχή της συγκυρίας η οποία θα γεννούσε ένα νέο τρόπο έκφρασης, που θα συμπεριλάμβανε µουσική, χορό, ποίηση και σταδιακά θα γινόταν η κυρίαρχη κουλτούρα της πρωτεύουσας της Αργεντινής.

Ακριβής καταγραφή για το πώς, πότε και με ποια ακριβώς σειρά έγιναν τα πράγματα δεν υπάρχει, γιατί το τάνγκο δημιουργήθηκε από μία κοινωνική τάξη που δεν αφήνει πολλά ίχνη στην ιστορία, παρά μόνο κάποιες αναφορές: όπως, για παράδειγμα, «φτωχοί μετανάστες». Έτσι δεν υπάρχει μία ιστορία αλλά διάφορες λίγο πολύ συγκλίνουσες εκδοχές της, που φτιάχνουν συνάψεις και αφηγήσεις. Σύµφωνα λοιπόν με μία τέτοια εκδοχή, η μετακίνηση των ανθρώπων στο λιμάνι του Ρίο δε λα Πλάτα δεν συνοδεύτηκε µε το όνειρο της νέας αρχής σε νέο τόπο. Οι μετανάστες της Αργεντινής ήταν στην πλειοψηφία τους άνδρες, που είτε έφταναν μόνοι με την ελπίδα της οικονοµικής αποκατάστασης και το όνειρο της επιστροφής μετά από λίγα χρόνια στις πατρίδες και τις οικογένειές τους, είτε ήταν άνθρωποι χωρίς τέχνη και επάγγελμα, τυχοδιώκτες, που δεν είχαν να χάσουν τίποτα αφήνοντας τον τόπο τους ούτε και είχαν κάπου να επιστρέψουν. Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν σύμφωνα με τις προσδοκίες τους, η προσφορά εργασίας γρήγορα άρχισε να ξεπερνάει κατά πολύ τη ζήτηση και η χωρίς όρους μετανάστευση πήρε ανεξέλεγκτες διαστάσεις (1.737.076 το 1870, 3.960.000 το 1895, 7.900.000 το 1914), µε το ποσοστό των ξένων να φτάνει το 42%. Το πλήθος των υποψήφιων εργατών που ξέµενε στις παρυφές του εύπορου κατά τ’ άλλα Μπουένος Άιρες έβλεπε τις ελπίδες της εκπλήρωσης των ονείρων τους να λιγοστεύουν όσο αυξανόταν ο αριθμός τους. Oι περισσότεροι δεν είχαν άλλη επιλογή από το να γίνουν μόνιμοι κάτοικοι του «λιμανιού», παρέµειναν στα λαϊκά προάστια της πόλης στοιβαγμένοι σε καταυλισμούς (conventillos), δεν είχαν αξιοπρεπή δουλειά, ούτε χρήματα, και συχνά αντιμετπίζονταν εχθρικά από τους ντόπιους, ακόµα και τους φτωχούς γκάουτσος που είχαν έρθει από την ενδοχώρα. ∆εν είναι τυχαίο άλλωστε ότι όλα τα παραπάνω, μαζί με τη νοσταλγία ή τη λησμονιά για την πατρίδα, αλλά και την εξύµνηση των αρετών του δημιουργού ή του τραγουδιστή για λόγους ανταγωνισµού, θα αποτελούσαν τη θεµατολογία των πρώτων αυτοσχέδιων tangos.

Όσο πιο πολλοί, λοιπόν, τόσο λιγότερες ευκαιρίες, αλλά και… τόσο λιγότερες γυναίκες. Η αναλογία γυναικών και ανδρών ήταν μία ακόμα καθοριστική συνθήκη στην ιστορία της εξέλιξης του tango, σύμφωνα µε το µύθο ήταν περίπου 30-70. Ο μικρός αριθμός των γυναικών έτρεφε τον ανταγωνισμό μεταξύ των ανδρών, αλλά επιπλέον δημιούργησε πρόσφορο έδαφος για την άνθηση της πορνείας. Οι οίκοι ανοχής έγιναν από τις πιο κερδοφόρες επιχειρήσεις, καθώς αποτελούσαν έναν από τους τρόπους που υπήρχαν για να έρθουν οι μοναχικοί portenos σε επαφή με μια γυναίκα. Ένας άλλος, όπως θα δούµε, ήταν να µάθουν να χορεύουν tango. Οι ιδιοκτήτες των πορνείων, καθώς ήταν από τους λίγους που µπορούσαν να πληρώσουν µουσικούς, προσλάμβαναν ορχήστρες για να διασκεδάζουν οι πελάτες τους. Σε εκείνα τα στέκια άρχισαν να πρωτοακούγονται δειλά δειλά τα πρώτα tangos, η μουσική των φτωχών. Μάλιστα, δεν ήταν λίγοι οι καλλιτέχνες που πέρασαν από αυτό το πόστο στην αρχή της καριέρας τους, πριν γίνουν γνωστοί στο ευρύ κοινό, όπως για παράδειγμα ο Pedro Laurenz ή o Fransisco Canaro. 
Το tango άρχισε όχι μόνο να διαδίδεται γρήγορα στα κακόφημα αυτά μέρη, αλλά και να συνδέει την ύπαρξή του µε αυτά. Στις αυλές τους αλλά και στα μεγάλα τους σαλόνια, καθώς πολλά από αυτά εξελίχθηκαν σε οίκους πολυτελείας, σαν συμπλήρωμα της βασικής υπηρεσίας που πρόσφεραν, οι κοπέλες συνήθιζαν να χορεύουν με τους πελάτες. Όντας πιο κερδοφόρο και λόγω έλλειψης γυναικείου προσωπικού, οι ιδιοκτήτες των πορνείων προτιμούσαν να δείχνουν στις κοπέλες το δρόμο του δωματίου παρά αυτόν της πίστας. ωστόσο, οι άνδρες που περίµεναν κάποια γυναίκα ή που δεν είχαν να πληρώσουν για κάτι περισσότερο, ακούγοντας την ορχήστρα και µην έχοντας ευκαιρίες σαν και αυτή συχνά (οι ηχογραφήσεις ήταν σπάνιες), άδρατταν την ευκαιρία να εξασκήσουν τα χορευτικά κόλπα µεταξύ τους, με την ελπίδα να σαγηνεύσουν κάποια κοπέλα και να υπερκεράσουν τον μεταξύ τους ανταγωνισµμό µέσα και έξω από τους οίκους ανοχής. 


Τα πορνεία σύντομα εξελίχθησαν σε χώρους μαζικής διασκέδασης των φτωχών, αλλά και σε σηµεία συνύπαρξής τους με ανθρώπους από διάφορα στρώµατα της κοινωνίας, κάτι που βοήθησε το τάνγκο να αρχίσει να εξαπλώνεται και έξω από αυτά, πασχίζοντας να αποσυνδεθεί από την κακή του φήµη. ∆εν ήταν εύκολο. Οι συνθήκες που είχαν γεννήσει το νέο χορό είχαν επιτρέψει πολλούς πειραµατισµούς: το ζευγάρι χόρευε κλειστή αγκαλιά, μάγουλο με μάγουλο, στήθη µαζί, τα πόδια έµπαιναν στο χώρο του άλλου, σαν τον πρόλογο µιας ερωτικής ιστορίας που επρόκειτο να ακολουθήσει, όταν την εποχή εκείνη και μόνο να αγγίζει το δεξί χέρι του άντρα την πλάτη της γυναίκας ήταν προκλητικό. Οι μετανάστες που ζούσαν στα conventissos (ανοιχτοί χώροι που είχαν γύρω γύρω δωµάτια, κουζίνες και κοινόχρηστα μπάνια και στέγαζαν µαζικά τους νέους κάτοικους που προσπαθούσαν να νοικοκυρευτούν) στην αρχή αντιστάθηκαν στην αµαρτωλή τέχνη του λιμανιού, αλλά σιγά σιγά τα Σ/Κ στις γιορτές τους δεν έλειπε κάποιος τολμηρός που ζητούσε από τους µουσικούς να του παίξουν ένα τάνγκο και δοκίµαζε κάποιες απλές φιγούρες. Στην αρχή τα κορίτσια αρνούνταν να χορέψουν µπροστά στους γονείς τους, που προσπαθούσαν να προστατέψουν τις οικογένειές τους από αυτό που θεωρούσαν πορνογραφική εισβολή. Ακόµα πιο πολύ ο απαγορευµένος χορός άργησε να γίνει δεκτός στα σαλόνια των οικογενειών της µεσαίας τάξης, που το θεωρούσαν ταµπού γιατί συµβόλιζε την απειλή που ερχόταν από τα λαϊκά προάστια. Αλλά ούτε οι ευκατάστατες οικογένειες κατάφεραν να προστατευθούν, αφού δεν υπήρχε τίποτα καλύτερο για τα νεαρά τους αγόρια από το να αναζητούν περιπέτειες στις κακόφηµες γειτονιές. Συχνά ο µεγάλος αδερφός, ενθουσιασµένος από τις εµπειρίες του, δοκίµαζε τα βήµατα που µάθαινε τη νύχτα στις γυναίκες της οικογένειας και οι εµπειρίες από τα λαϊκά προάστια µεταφέρονταν στο αστικό περιβάλλον του κέντρου της πόλης.


Μέχρι το 1910 το tango έχει γίνει τρόπος διασκέδασης, τρόπος επικοινωνίας, τρόπος έκφρασης, τρόπος να φλερτάρεις και τρόπος να γνωρίσεις το ταίρι σου. Ο χορευτής του tango πήγαινε σε milongas practicas µαζί µε άλλους άνδρες για να εξασκήσει το χορό του και να µάθει νέες φιγούρες. Ως αρχάριος µάθαινε το ρόλο και τα βήµατα της ντάµας. Ύστερα το ρόλο του καβαλιέρου, έχοντας απέναντί του κάποιον αρχάριο συµµαθητή του. Έπρεπε να περάσει αρκετός καιρός εκπαίδευσης µέχρι τη στιγµή που θα µπορούσε να βρεθεί σε κανονική µιλόνγκα. Εκεί ο ανταγωνισµός ήταν µεγάλος και τα κριτήρια αυστηρά. Εκτός από τους πολύ έµπειρους χορευτές, οι ντάµες δύσκολα χόρευαν µε χορευτές που δεν γνώριζαν τα χορευτικά τους προσόντα. Ακόµα κι αν κάποιος κατάφερνε να σηκώσει µια ντάµα στην πίστα θα έπρεπε να την ευχαριστήσει µε το χορό του, αλλιώς αυτή θα τον σχολίαζε στις φίλες της κι εκείνες θα προτιµούσαν άλλους, πιο επιδέξιους παρτενέρ. Έπρεπε, λοιπόν, να είναι έτοιµος κανείς για να χορέψει στις µιλόνγκες και να τα καταφέρει. Οι ντάµες, από την πλευρά τους, είχαν το προνόµιο ότι πάντα χόρευαν ανεξάρτητα µε το επίπεδό τους επειδή ήταν λίγες. Όµπς, η προτίµηση που είχαν οι καλοί καβαλιέροι στις ντάµες που εξασκούσαν σπίτι τους τα γυναικεία αλλά και τα ανδρικά βήµατα για λογαριασµό κάποιας φίλης τους ήταν εµφανής κι έτσι µε τη σειρά τους αναγκάζονταν κι αυτές να µελετούν, και µάλιστα και τους δύο ρόλους.

Το τάνγκο είχε διεισδύσει σε όλα τα κοινωνικά στρώµατα, αλλά η κακή του φήµη αποκαταστάθηκε µόνο αφού πέρασε τα σύνορα της χώρας που το γέννησε. Το Μπουένος Άιρες ζούσε την οικονοµική του άνθηση µε τα µάτια στραµµένα στο Παρίσι, που ήταν το κέντρο του πολιτισµένου κόσµου, και οι επαφές µεταξύ της καλής κοινωνίας και των διανοούµενων των δύο πόλεων αυξάνονταν. Ο θλιµµένος χορός από τα καταγώγια του Μπουένος Άιρες µπήκε στα γαλλικά σαλόνια. Οι πλούσιοι Αργεντίνοι, κοσµοπολίτες καθώς ήταν, έγιναν δηµοφιλείς στην παρισινή κοινωνία, µαζί µε ό,τι έφερναν µαζί τους. Το τάνγκο είχε καταφέρει να γίνει η νέα µόδα σε όλες τις µεγάλες πρωτεύουσες, για να επιστρέψει στη γενέτειρά του µε µια νέα αίγλη, απενοχοποιηµένο, χωρίς τίποτα να το συνδέει µε το παρελθόν του παρά µόνο ο µελαγχολικός του ήχος.

Ένας νέος δρόµος είχε ανοίξει, µαζί µε την ανάγκη να δηµιουργηθεί ένα νέο περιβάλλον στο οποίο θα µπορούσε κανείς να απολαύσει το χορό χωρίς να χρειάζεται να µπλέκει µε τις κακόφηµες γειτονιές της πόλης. Στα τέλη της belle epoque αναδύθηκε η µόδα των καµπαρέ κατά το πρότυπο αυτών του Παρισιού, που αντικατέστησαν τα πορνεία. Το καµπαρέ του Μπουένος Άιρες είναι ένας δηµόσιος χορός, προάγγελος της µιλόνγκας: µια αίθουσα, τραπέζια για ποτό και µια ορχήστρα. Νέοι από τα µεσαία και ανώτερα στρώµατα µε τις αγαπηµένες τους, διάφοροι µοναχικοί τύποι αλλά και µερικά κορίτσια που πηγαίνουν µόνα, ήταν οι πελάτες του. Είναι τα χρόνια που το τάνγκο ως χορός αλλά και ως µουσική µπαίνει σε µία περίοδο πλούσιων µετασχηµατισµών, ενώ κάνουν την εµφάνισή τους νέοι τύποι µουσικών, καλλιεργηµένοι, που προσδίδουν στις συνθέσεις και τις ερµηνείες τους ωριµότητα, µελωδικό και αρµονικό πλούτο και οι µελωδίες του De Caro δηµιουργούν τη Νέα Φρουρά µουσικών που ανοίγουν το δρόµο στις µεγάλες ορχήστρες των χρυσών δεκαετιών του ’30 και ’40, όπου η typica orchesrta οδηγείται στην ακµή της. Αλλά αυτό είναι µια άλλη ιστορία, µια µουσική ιστορία, που αξίζει να την αφηγηθεί κανείς µια επόµενη φορά.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου